στερνίτης

στερνίτης
ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων
2. φρ. α) «στερνίτης μυς»
ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται στη λαβή τού στέρνου
β) «τρίγωνος στερνίτης μυς»
ανατ. μυς τής οπίσθιας επιφάνειας τού στέρνου που λειτουργεί ως καθελκτήρας τών πλευρών κατά την εκπνοή
αρχ.
αυτός που ανήκει στο στέρνο, στο στήθος («στερνίτιδες πλευραί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης / σελην-ῖτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”